Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

глаза -лись

  • 1 загореть

    -рю, -ришь, μτχ. παρλθ. χρ. загоревший
    ρ.σ. καίγομαι στον ήλιο, μαυρίζω• κάνω ηλιοθεραπεία•

    у него лицо -ло το πρόσωπό του κάηκε στον ήλιο.

    1. καίγομαι, ΐιαίρνω φωτιά• αρχίζω να καίγομαι•

    дом -лся το σπίτι πήρε φωτιά.

    || ανάβω•

    -лись огни άναψαν φωτιές.

    || μτφ. φλογίζομαι, βγάζω φωτιές, αστράφτω•

    глаза -лись злобой и ненавистью τα μάτια πετούραν φωτιές από κακία και μίσος•

    -лся жаждой мщения άναψε από δίψα εκδίκησης•

    -лся между ними спор άναψε μεταξύ τους η συζήτηση.

    2. μτφ. κοκκινίζω•

    ее лицо -лось стыдом το πρόσωπο της κοπκίνησε από ντροπή.

    εκφρ.
    что это вам -лось? – τι’ βιάζεστε έτσι; (σα να σας καίγεται κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > загореть

  • 2 налить

    -лью, -льшь, παρλθ. χρ. налил, -лила, -лило, προστκ. налей παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налитый, βρ: налит, -а, -налито
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω (με υγρό)•

    налить стакан чаю γεμίζω ένα ποτήρι τσάι•

    налить ведро воды γεμίζω ένα κουβά νερό.

    || χύνω, ρίχνω•

    налить воду в бочку χύνω νερό στο βαρέλι.

    2. βλ. налиться (3 σημ.). || χύνω, κατασκευάζω•

    налить пушек χύνω πυροβόλα.

    1. ρέω, τρέχω.
    2. γεμίζω (με υγρό)•

    глаза -лись слезами τα μάτια γέμισαν δάκρυα.

    || εισρέω•

    вода -лась в лодку το νερό μπήκε στη βάρκα•

    -лось воды в лодку μπήκε νερό στη βάρκα.

    3. (για καρπούς) ωριμάζω• γίνομαι ζουμερός, γεμίζω χυμό•

    груши уже -лись τα αχλάδια πια έγιναν ζουμερά.

    || μτφ. χοντραίνω, μεστώνω•

    она -лась αυτή γέμισε.

    4. μτφ.σημ. του ρ. αντικατασταίνεται από τη σημ. του έμμεσου αντικειμένου)•

    она -лась красотой αυτή ο-μόρφηνε πολύ•

    голос -лся силой η φωνή δυνάμωσε πολύ•

    налить кровью κοκκινίζω (από θυμό, υπερένταση κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > налить

  • 3 закатить

    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закаченный
    -чел, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω κυλώντας, κυλώ•

    закатить телегу под навес βάζω το κάρο στο υπόστεγο.

    2. φεύγω μακριά (με όχημα).
    3. (απλ.) οργανώνω, (προ)ετοιμάζω•

    закатить скандал δημιουργώ σκάνταλο (καβγά)•

    -пир горой ετοιμάζω τρικούβερτο γλέντι.

    || περιφέρω•

    закатить глаза περιφέρω τους βολβούς των ματιών.

    || καταφέρω•

    закатить пощечину μπατσίζω, δίνω μπάτσο.

    1. κυλώ, κατρακυλώι•

    мяч -лся под кровать το τόπι κύλισε κάτω στο κρεβάτι,

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) βασιλεύω, δύω•

    солнце -лось ο ήλιος βασίλεψε•

    его слава -лась η δόξα του βασίλεψε.

    3. βλ. закатить (2 σημ.).
    4. σκάζω από τα γέλια, πηγαίνουν δάκρυα από τα γέλια, βήχω από τα πολλά γέλια. || (για ήχο) ακούομαι, διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•

    -лся свисток ακούστηκε σφύριγμα.

    εκφρ.
    глаза -лись – τα μάτια γούρλωσαν.

    Большой русско-греческий словарь > закатить

  • 4 открыть

    -рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ανοίγω•

    открыть сундук ανοίγω το σεντούκι•

    открыть зонтик ανοίγω την ομπρελίτσα•

    открыть окно ανοίγω το παράθυρο•

    открыть кастрюлю ξεκουπώνω την κατσαρόλα•

    открыть банку консервов ανοίγω την κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι.

    || ξεκλειδώνω•

    открыть дверь ξεκλειδώνω την πόρτα.

    || μτφ. αφήνω ελεύθερα κάνω προσιτό•

    открыть границу ανοίγω τα σύνορα•

    открыть дорогу к знанию (μτφ.) ανοίγωτο δρόμο για τις γνώσεις.

    2. αποκαλύπτω, εμφανίζω, φανερώνω δείχνω•

    открыть карты (χαρτπ.) δείχνω τα χαρτιά.

    3. (διάφορες σημ.) открыть свет ανάβω το φως•

    открыть газ ανοίγω το γκαζ•

    открыть воду ανοίγω το νερό (την κάνουλα)•

    открыть новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο•

    открыть клуб ανοίγω λέσχη.

    4. αρχίζω•

    открыть собрание ανοίγω τη συνέλευση•

    открыть театральный сезон ανοίγω τη θεατρική περίοδο•

    открыть огонь ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά.

    5. αποκαλύπτω, φανερώνω•

    открыть тайну εκμυστηρεύομαι.

    6. ανακαλύπτω•

    колумб -ыл америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική.

    εκφρ.
    открыть америку – (ειρν. για γνωστό πια γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική•
    открыть глаза кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να αντιληφθεί)•
    открыть счёт – α)ανοίγω λογαριασμό, βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)• γ) ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυχία.
    1. ανοίγω•

    чемодан -лся η βαλίτσα άνοιξε•

    книга -лась το βιβλίο άνοιξε.

    || ξεκλειδώνομαι•

    дверь -лась ключом η πόρτα άνοιξε με το κλειδί.

    2. ξανοίγομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι. || (για μέλη του σώματος)διακρίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. αποκαλύπτομαι.
    3. γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα• ανακαλύπτομαι•

    -лся заговор ανακαλύφτηκε συνομωσία.

    4. αρχίζω,κάνω έναρξη•

    театр -лся το θέατρο άνοιξε.

    5. εκμυστηρεύομαι όλα.
    6. (για πληγή) ανοίγω.
    εκφρ.
    глаза -лись – τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω).

    Большой русско-греческий словарь > открыть

  • 5 воспалить

    ρ.σ.μ. κυρλξ. κ. μτφ. ανάβω, Φλογίζω•

    воспалить страсти ανάβω (υποδαυλίζω) τα πάθη.

    φλογίζομαι, φλέγομαι, καίγομαι. || παθαίνω φλόγωση•

    глаза -лись τα μάτια έπαθαν φλόγωση.

    Большой русско-греческий словарь > воспалить

  • 6 мутить

    мучу, мутишь
    ρ.δ.μ.
    1. θολώνω•

    мутить воду θολώνω το νερό.

    2. μτφ. συγχύζω, σκοτίζω.
    3. αναστατώνω, διεγείρω, προδιαθέτω κακώς, στρέφω ενάντια.
    4. απρόσ. έχω τάση για εμετό.
    εκφρ.
    мутить воду – θολώνω τα νερά (συγχέω τα πράγματα).
    1. θολώνω, γίνομαι θολός. || θαμπώνω•

    глаза -лись τα μάτια θάμπωσαν.

    2. (συ)σκοτίζομαι, συγχύζομαι•

    мысли -ятся οι σκέψεις συσκοτίζονται•

    ум -ится το μυαλό σκοτίζεται.

    3. παλ. αναστατώνομαι, ταράσσομαι, ανησυχώ.
    4. θολώνω.
    εκφρ.
    - ится в голове – ζαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > мутить

  • 7 помутить

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. мутить (1 σημ.).
    2. μτφ. συσκοτίζω, συγχιζω, θολώνω.
    1. βλ. мутиться (1, 2 σημ.).
    2. θαμπώνω, σκοτεινιάζω•

    глаза -лись τα μάτια θάμπωσαν.

    εκφρ.
    в глазах ή в голове -лось – μου ήρθε σκοτοδίνη.

    Большой русско-греческий словарь > помутить

  • 8 разбежаться

    ρ.σ.
    1. (για μερικούς ή πολλούς)τρέχω προς διάφορες κατευθύνσεις• σκορπίζω, -ομαι. || μτφ. διαδίδομαι.
    2. παίρνω φόρα.
    εκφρ.
    глаза -лись – θάμπωσαν τα μάτια μου (ζαλίστηκα) λόγω πληθώρας αντκει-μένων.

    Большой русско-греческий словарь > разбежаться

  • 9 раскрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•

    раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•

    раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•

    раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•

    раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•

    халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•

    раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•

    раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•

    раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.

    || μτφ. εκμυστηρεύομαι•

    он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.

    εκφρ.
    раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•
    раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.
    1. ανοίγω, -ομαι•

    окно -лось το παραθύρι άνοιξε•

    дверь -лась η πόρτα άνοιξε•

    все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.

    || ανθίζω•

    розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.

    2. φαίνομαι•

    перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.

    3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•

    преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.

    4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•

    -лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.

    5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.
    6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > раскрыть

  • 10 разгореться

    -рюсь, -ришься ρ.σ.
    1. ανάβω, καίω καλά•

    костёр -лся η φωτιά άναψε καλά•

    сырые дрова насилу -лись τα χλωρά (υγρά) ξύλα με δυσκολία άναψαν.

    2. μτφ. κοκκινίζω•

    восток -лся η ανατολή κοκκίνισε•

    щёки от беготни -лись τα μάγουλα από το τρέξιμο κοκκίνισαν.

    3. μτφ. φλέγομαι, φλογίζομαι, ερεθίζομαι, ανάβω•

    сердце -лось η καρδιά φλογίστηκε•

    кровь -лась το αίμα άναψε.

    4. φουντώνω, δυναμώνω, γίνομαι σφοδρός, φορτσάρω•

    битва -лась η μάχη άναψε•

    страсти -лись τα πάθη άναψαν.

    εκφρ.
    глаза (и зубы) -лись – έτρεξαν τα σάλια (από μεγάλη επιθυμία).

    Большой русско-греческий словарь > разгореться

  • 11 устремить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устремленный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. κατευθύνω, κινώ προς• στρέφω• ρίχνω•

    устремить конницу на противника ρίχνω το ιππικό κατά του εχθρού•

    устремить удар κατευθύνω το χτύπημα.

    2. προτείνω•

    устремить винтовку προτείνω το τουφέκι•

    штык προτείνω τη λόγχη.

    || μτφ. καρφώνω, προσηλώνω•

    устремить глаза на него καρφώνω τα μάτια σ αυτόν•

    устремить внимание συγκεντρώνω την προσοχή.

    1. κατευθύνομαι,
    2. μτφ. καρφώνομαι, προσηλώνομαι•

    глаза всех -лись на него τα μάτια όλων καρφώθηκαν σ αυτόν.

    || συγκεντρώνομαι, στρέφομαι•

    мысли историка -лись к прошлому οι σκέψεις του ιστορικού στράφηκαν στο παρελθόν.

    Большой русско-греческий словарь > устремить

  • 12 отказать

    -кажу, скажешь
    ρ.σ.
    1. αρνούμαι• απορρίπτω•

    отказать в помощи αρνούμαι τη βοήθεια.

    || (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι•

    она отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί.

    2. στερώ•

    природа -ла ему в зр-нии η φύση του στέρησε την όραση•

    отказать себе в самом необходимом στερούμαι και του πιο απαραίτητου.

    || δεν παραδέχομαι δεν αναγνωρίζω•

    ему нельзя отказать в таланте δεν μπορώ νααρνηθώ το ταλέντο του.

    3. παλ. απολύω, διώχνω αποπέμπω•

    отказать от места, от работы,от службы απολύω από τη θέση, τη δουλειά, την υπηρεσία.

    4. (για μηχανισμούς κ.τ.τ.) σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. || (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.) δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι με εγκαταλείπειπουν•

    ноги -лись τα πόδια δε μου το λένε•

    глаза –ли η όραση με εγκατέλειψε•

    голос -ал πάει η φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε).

    εκφρ.
    не -жите в любезности – έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη.
    1. αρνούμαι•

    отказать выполнить просьбу αρνούμαι να εκπληρώσω την παράκληση.

    2. παραιτούμαι από κάτι --от наследства παραιτούμαι από την κληρονομιά. || (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)• διακόπτω απαρνούμαι•

    все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν, δε θεωρώ δικό μου•

    отказать от своей подписи αρνούμαι την υπογραφή μου•

    отказать от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.

    || εγκταλείπω παρατώ παραιτούμαι• απαρνούμαι•

    доктора –лись от этого больного οι γιατροί τον αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο•

    отказать от своего намерения παραιτούμαι του σκοπού μου•

    отказать от должности παραιτούμαι από τη θέση•

    отказать от престола παραιτούμαι από το θρόνο.

    3. σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσσομαι κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    не -жусь(не -лся бы) – δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν ευχαρίστως•
    не -жусь выпить стакан чаю – ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι.
    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. (για κληρονομιά) αφήνω, εγκαταλείπω κληροδοτώ.

    Большой русско-греческий словарь > отказать

  • 13 завести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. завел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заведенный, βρ: -ден, -дена, -о επιρ. μτχ. заведя
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω• πηγαίνω•

    завести в тупик οδηγώ σε αδιέξοδο•

    завести ребенка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο)•

    куда ты -вел меня? που με πήγες; που μ’ έφερες;

    2. δημιουργώ, φτιάχνω, ιδρύω•

    завести библиотеку φτιάχνω βιβλιοθήκη.

    || αποκτώ, παίρνω, έχω•

    -корову έχω δική μου αγελάδα•

    завести друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους•

    завести семью αποκτώ (φτιάνω) οικογένεια•

    завести привычку αποκτώ συνήθεια.

    3. εγκαθιδρύω, εγκατασαίνω, εισάγω, καθιερώνω•

    -новые порядки βάζω καινούργια τάξη•

    -обыкновение καθιερώνω συνήθεια.

    4. κουρδίζω•

    часы κουρδίζω το ρολόγι•

    завести машину βάζω μπρος στη μηχανή.

    5. αχίζω, ανοίγω•

    завести разговор ανοίγω κουβέντα•

    завести переписку ανοίγω αλληλο γραφία•

    завести знакомство πιάνω γνωριμίες•

    он за-вел канитель αυτός άρχισε ανιαρή ιστορία.

    εκφρ.
    завести глаза – α) ανασηκώνω τα μάτια. β) κλείνω τα μάτια, αποκοιμούμαι.
    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•

    в доме -лись мыши στο σπίτι εμφανίστηκαν ποντίκια.

    2. καθιερώνομαι•

    -лись новые порядки μπήκε καινούργια τάξη•

    -лось обыкновение καθιερώθηκε συνήθεια.

    3. παλ. προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι•

    завести мебелью εφοδιάζομαι με έπιπλα.

    4. κουρδίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > завести

  • 14 затуманить

    ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω• θολώνω, θαμπώνω•

    слезы -ли глаза τα δάκρυα θάμπωσαν τα μάτια.

    || μτφ. σκοτίζω•

    затуманить мысль θολώνω τη σκέψη (το μυαλό).

    1. ανταριάζω, θολώνω, θαμπώνω•

    -лись глаза θάμπωσαν τα μάτια.

    || μτφ. συσκοτίζω (για συνείδηση, σκέψη κ.τ.τ.).
    2. θλίβομαι, λυπάμαι• βαρυθυμώ.

    Большой русско-греческий словарь > затуманить

  • 15 пучишь

    -чу, -чишь
    ρ.δ.μ.
    1. φουσκώνω, πρήζομαι• διογκώνομαι•

    живот -ит η κοιλιά φουσκώνει.

    2. (απλ.) γουρλώνω•

    пучишь глаза γουρλώνω τα μάτια.

    φουσκώνω, πρήζομαι• διογκώνομαι•

    тесто -лось το ζυμάρι φούσκωσε.

    || γουρλώνω (αμ.)• глаза у него -лись τα μάτια του γούρλωσαν.

    Большой русско-греческий словарь > пучишь

  • 16 таращить

    -щу, -щишь
    ρ.δ.μ. γουρλώνω•

    глаза γουρλώνω τα μάτια.

    γουρλώνω•

    у него -лись глаза αυτού γούρλωναν τα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > таращить

  • 17 зажмурить

    ρ.σ.μ. μισοκλείνω (για τα μάτια).
    μισοκλείνομαι•

    -лись глаза от солнца μισόκλεισαν τα μάτια από τον ήλιο.

    Большой русско-греческий словарь > зажмурить

  • 18 кидать

    ρ.δ. μ.
    1. ρίχνω, ρίπτω, πετώ, βάλλω, εξακοντίζω•

    кидать камнями πετροβολώ, λιθοβολώ•

    кидать невод ρίχνω το δίχτυ•

    кидать тень ρίχνω σκιά•

    кидать свет ρίχνω φως•

    кидать взгляд ρίχνω ματιά.

    || μτφ. εκφέρω (βάζω) απανωτά, βροχηδόν (ερωτήματα, παρατηρήσεις κ.τ.τ.).
    2. απρόσ μου προκαλεί, μου φέρνει, μου έρχεται (για ζέστη, τρόμο, ιδρώτα κ.τ.τ.)• сон меня -ет ύπνος μου έρχεται, νυστάζω•

    меня -ет то в жар, то в холод μου έρχεται μια ζέστη, μια κρύο•

    его -ет в дрожь τον πιάνει τρεμούλα.

    εκφρ.
    кидать грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω (κατηγορώ, κατακρίνω).
    1. ρίχνομαι, πετάγομαι, εξακοντίζομαι.
    2. κατευθύνομαι, τρέχω γρήγορα. || ορμώ•

    кидать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•

    собаки -лись на него τα σκυλιά ορμούσαν κατ' επάνω του.

    || αρέσκομαι•

    дети -ются на сласти τα παιδιά ρίχνονται στα γλυκά.

    3. πηδώ•

    кидать в реку ρίχνομαι στο ποτάμι.

    4. στριφογυρίζω, περιφέρομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε.
    εκφρ.
    кидать в глазаβλ. бросаться в глазе• вино ή хмель -ется в голову μεθώ, μεπιώνει το κρασί•
    кровь -ется в голову – μον ανεβαίνει•
    то – αίμα. στο κεφάλι..

    Большой русско-греческий словарь > кидать

  • 19 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 20 опустить

    опущу, опустишь,те. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω•

    опустить флаг κατεβάζω τη σημαία•

    опустить штору κατεβάζω το στόρι,• опустить паруса κατεβάζω τα πανιά•

    опустить опять ξανακατεβάζω.

    || χαμηλώνω•

    голову κατεβάζω το κεφάλι•

    опустить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.

    || χαλαρώνω•

    подводья у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου.

    || αποθέτω, απιθώνω.
    2. ρίχνω•

    опустить письмо в -почтовый ящик ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο.

    || βάζω, χώνω•

    опустить руку в карман χώνω το χέρι στη τσέπη.

    || βυθίζω•

    опустить руку в воду βυθίζω το χέρι στο νερό.

    3. κλείνω κατεβάζοντας•

    опустить крышку рояля κλείνω το κάλυμμα του πιάνου•

    опустить занавес в сцене κλείνω την αυλαία της σκηνής.

    4. παραλείπω•

    излишнее в сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο.

    || αφήνω να ξεφύγει•

    опустить удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.

    εκφρ.
    опустить перпендикуляр – (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη.
    1. κατεβαίνω κατέρχομαι. || γέρνω, κλίνω χαμηλώνω•

    голова -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος.

    || κάθομαι, πέφτω ξαπλώνω•

    на колени γονατίζω•

    опустить на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. || μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω•

    ночь -лясь η νύχτα έπεσε, νύχτωσε•

    сумерки -лись σουρούπωσε•

    туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα.

    2. κλείνομαι•

    занавес -лась η αυλαία έκλεισε (έπεσε).

    3. αδιαφορώ για την εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ ρεμπελεύω. || ξεπέφτω ηθικά.
    4. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι• κατολισθαίνω (για έδαφος).
    εκφρ.
    опустить на дно – εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατακάθι της κοινωνίας.

    Большой русско-греческий словарь > опустить

См. также в других словарях:

  • ОФТАЛЬМОЛОГИЯ — (от греч. ophthalmos глаз и logos наука), учение о болезнях глаза и его придаточных частей. Название впервые введено геттингенским проф. Гимли (К. Him j ly) в 1801 г. Заболевания органа зрения настолько заметны и так чувствительно отражаются на… …   Большая медицинская энциклопедия

  • Зубы разгорелись — Зубы (глаза) разгорѣлись (отъ сильнаго желанія). Ср. У дядюшки, у Якова, Про бабъ товару всякаго ... Зубы у дѣвокъ, у бабъ разгорѣлись, Ленъ и полотна, и пряжу несутъ. Некрасовъ. Дядюшка Яковъ. Ср. У кумушки глаза и зубы разгорѣлись (увидя… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • глаз — гла/за, о гла/зе, в глазу/, мн. глаза/, глаз, глаза/м, м. 1) Орган зрения. Форма глаз. Большие глаза. Голубые глаза. Грудь предчувствием боли не сжата, если хочешь, в глаза погляди, не люблю только час пред закатом, ветер с моря и слово уйди… …   Популярный словарь русского языка

  • Восточная война 1853—56 гг. — ВОСТОЧНАЯ ВОЙНА 1853 56 гг. I. Политическая обстановка передъ войной и подготовка къ войнѣ. Причины этой войны кроются глубоко въ предшествовавшихъ отношеніяхъ Россіи къ Англіи и Франціи въ области, т. наз., восточнаго вопроса (см. это слово), но …   Военная энциклопедия

  • загораться — глаг., нсв., употр. сравн. часто Морфология: я загораюсь, ты загораешься, он/она/оно загорается, мы загораемся, вы загораетесь, они загораются, загорайся, загорайтесь, загорался, загоралась, загоралось, загорались, загорающийся, загоравшийся,… …   Толковый словарь Дмитриева

  • зажигаться — глаг., нсв., употр. сравн. часто Морфология: я зажигаюсь, ты зажигаешься, он/она/оно зажигается, мы зажигаемся, вы зажигаетесь, они зажигаются, зажигайся, зажигайтесь, зажигался, зажигалась, зажигалось, зажигались, зажигавшийся, зажигаясь; св.… …   Толковый словарь Дмитриева

  • бросаться — глаг., нсв., употр. сравн. часто Морфология: я бросаюсь, ты бросаешься, он/она/оно бросается, мы бросаемся, вы бросаетесь, они бросаются, бросайся, бросайтесь, бросался, бросалась, бросалось, бросались, бросающийся, бросавшийся, бросаясь; св.… …   Толковый словарь Дмитриева

  • разгораться — глаг., нсв., употр. сравн. часто Морфология: я разгораюсь, ты разгораешься, он/она/оно разгорается, мы разгораемся, вы разгораетесь, они разгораются, разгорайся, разгорайтесь, разгорался, разгоралась, разгоралось, разгорались, разгорающийся,… …   Толковый словарь Дмитриева

  • ЖЕЛУДОК — ЖЕЛУДОК. (gaster, ventriculus), расширенный отдел кишечника, имеющий благодаря наличию специальных желез значение особо важного пищеварительного органа. Ясно диференцированные «желудки» многих беспозвоночных, особенно членистоногих и… …   Большая медицинская энциклопедия

  • Ротшильды — (Rothschilds) Ротшильды это известнейшая династия европейских банкиров, финансовых магнатов и филантропов Династия Ротшильдов, представители династии Ротшильдов, история династии, Майер Ротшильд и его сыновья, Ротшильды и теории заговора,… …   Энциклопедия инвестора

  • Портовое управление — ПОРТОВОЕ УПРАВЛЕНІЕ. Подъ воен. портомъ понимается расположенный на морск. побережьѣ пунктъ, въ к ромъ сосредоточиваются: 1) воен. судостроеніе и ремонтъ судовъ; 2) снабженіе ихъ всѣмъ необходимымъ; 3) учр нія и, зав нія мор го вѣд ва (см.… …   Военная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»